- μεταφύομαι
- μεταφύομαι (Α)1. γίνομαι με μεταβολή, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο2. φυτρώνω κατόπιν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
ՓՈԽԱԲՈՒՍԱՆԻՄ — (սայ, սեալ.) NBH 2 0946 Chronological Sequence: 8c ձ. μεταφύομαι naturam muto, transformor. Փոխիլ յայլ բոյս բարուց եւ ʼի բնաւորութիւն օտար. *Ոչ ʼի մարմնոյ բնութիւն փոխաբուսեալ բանին. Յհ. իմ. երեւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)